ἐκθετικός

ἐκθετικός
ἐκ-θετικός, ή, όν,
A expository,

λόγος ἐ. τινος Aphth.Prog.8

, cf. Theo Prog.4.
II ἐ. τρόπος, = ἔκθεσις II.b, Alex.Aphr.in APr.34.7. Adv.

-κῶς Simp. in Ph.948.25

.
III enunciatory, Stoic.2.62.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐκθετικός — expository masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκθετικός — ή, ό (AM ἐκθετικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση, περιγραφικός νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη αρχ. εκφραστικός, περιγραφικός …   Dictionary of Greek

  • εκθετικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση (βλ. λ.): Εκθετική οργάνωση. 2. (μαθ.), που χαρακτηρίζεται από τον εκθέτη (βλ. λ.): Εκθετική συνάρτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκθετικόν — ἐκθετικός expository masc acc sg ἐκθετικός expository neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετικοῦ — ἐκθετικός expository masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετικῆς — ἐκθετικός expository fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετική — ἐκθετικός expository fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετικήν — ἐκθετικός expository fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετικῶς — ἐκθετικός expository adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”